παντούφλα

παντούφλα
παντόφλα η домашняя туфля

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παντούφλα" в других словарях:

  • παντούφλα — η βλ. παντόφλα …   Dictionary of Greek

  • παντούφλα — η βλ. παντόφλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σταχτοπούτα — Ηρωίδα λαϊκού παραμυθιού, προγονή κακιάς μητριάς η οποία τη βασάνιζε με βαριές οικιακές εργασίες. Η Σ., κατά το παραμύθι, συνήθιζε να κάθεται κοντά στο τζάκι, λερωμένη με στάχτες, γεγονός από το οποίο πήρε και το όνομά της. Ο βασιλιάς της χώρας… …   Dictionary of Greek

  • παντόφλα — και παντούφλα, η πρόχειρο υπόδημα, μαλακό και άνετο, που φοριέται μέσα στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantofola < ελλ. παντό φελλος (< παντ[ο] * + φελλός). Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τον τ. πατόφελλος»με πάτο από φελλό». Ο τ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»